ηλεκτροακουστικός

ηλεκτροακουστικός
-ή, -ό
φυσ.
1. αυτός που αναφέρεται στη μετατροπή τής ακουστικής ενέργειας σε ηλεκτρική και αντιστρόφως
2. αυτός που αναφέρεται στη μετατροπή τών ακουστικών κυμάτων σε ηλεκτρικά και αντιστρόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroacoustric < electro- (πρβλ. ήλεκτρο-*) + -acoustic (πρβλ. ακουστικός < ακούω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”